θυλακίνος

θυλακίνος
(Τhylacinus). Γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας των δασυουριδών. Περιλαμβάνει λίγα είδη νυκτόβιων, σαρκοφάγων ζώων της Τασμανίας, με μέγεθος λύκου ή σκύλου, μακριά ουρά και συνήθως σταχτοκάστανο τρίχωμα. Το θηλυκό γεννάει τέσσερα μικρά τον χρόνο, τα οποία κρατάει για ανάλογο διάστημα μέσα σε έναν θύλακα (μάρσιπο), στην περιοχή της κοιλιακής της χώρας. Τα κυριότερα είδη του γένους είναι o θ. ο κυνοκέφαλος και ο λύκος της Τασμανίας. Πρόκειται για ζώα εξαιρετικά αιμοβόρα, που μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές στα μικρά κατοικίδια ζώα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαειδικός ανταγωνισμός — Ο ανταγωνισμός μεταξύ οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Ονομάζεται έτσι για να διακρίνεται από τον ενδοειδικό ανταγωνισμό, ο οποίος αναφέρεται σε άτομα του ίδιου είδους. Γενικά ως ανταγωνισμός μπορεί να οριστεί η χρήση ενός πόρου… …   Dictionary of Greek

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”